4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Υγείας

Το ΕΣΥ 25 χρόνια μετά: Κέρδη και Ζημίες

Athens Hilton, 6 Δεκεμβρίου 2008

 

Κυρίες και κύριοι,

Ο Φρανσουά Μιτεράν είπε κάποτε πολύ εύστοχα ότι «αυτή η Ευρώπη πρέπει να ζήσει με το κοινωνικό της κράτος, διαφορετικά θα πεθάνει».

Η πεποίθηση ότι η κοινωνία οφείλει να φροντίζει ή έστω να συμμετέχει αποφασιστικά για να διασφαλίζει τις βασικές συνιστώσες της ανθρώπινης ευημερίας, είναι θεμελιώδες στοιχείο της ανθρωπιστικής παράδοσης της Ευρώπης, στην οποία στηρίζεται το πολιτιστικό της εποικοδόμημα.

Το σύγχρονο κοινωνικό κράτος στηρίζεται σε τρεις λειτουργικές προϋποθέσεις: την ενιαία κεντρική εξουσία, ένα κεντρικό δημοσιονομικό μηχανισμό συγκέντρωσης και ανακατανομής των πόρων και την ενιαία αγορά εργασίας. Η ύπαρξη των παραπάνω επιτρέπει τη συγκρότηση ενός κοινωνικού κράτους με ρυθμιστικές και παρεμβατικές – αναδιανεμητικές λειτουργίες, ικανού να επηρεάσει την αναδιανομή του εισοδήματος και να μεταφέρει κοινωνικούς  πόρους στις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις. Αυτό ήταν και το ευρωπαϊκό κοινωνικό – πολιτικό μοντέλο μεταπολεμικά και η έννοια της ισότητας μπορεί να αποτελεί τη θεμελιώδη δικαιολογία για τον παρεμβατικό ρόλο του Κράτους σε θέματα κοινωνικής προστασίας.

Η συγκρότηση του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα είχε διαφορετική εξέλιξη από ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη, κυρίως λόγω των διαφορών σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και εν γένει πολιτισμικό επίπεδο. Η ελληνική ιδιαιτερότητα συμπεριλαμβάνει τις συγχύσεις και τις ιδεοληψίες αλλά - το χειρότερο - τις πραγματικότητες που κυριαρχούν ακόμη και σήμερα γύρω από την έννοια, το περιεχόμενο και τη μορφή του κοινωνικού κράτους.

Όταν το κοινωνικό κράτος αναπαράγει ανισότητες, όπως συμβαίνει στη χώρα μας, τότε χάνει το λόγο της ύπαρξής του ως μηχανισμού αναδιανομής για την ισότιμη κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Οι ανισότητες αυτές μάλιστα το καθιστούν συνολικά αναξιόπιστο στα μάτια της κοινωνίας, με αποτέλεσμα, όταν η μεταρρύθμιση του συστήματος είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, να μην υπάρχει εύλογα καμία ανταπόκριση από την κοινωνία.

Ο εκσυγχρονισμός του κοινωνικού κράτους λοιπόν, καθώς και του υποσυστήματος υγείας που συμπεριλαμβάνει, είναι ταυτόσημος με ένα γενναίο αναπροσανατολισμό, που θα στοχεύει στην άρση της αναπαραγωγής ανισοτήτων και στην κοινωνική ολοκλήρωση της χώρας. Ένας μεγάλος Βρετανός πολιτικός, ο Μάικλ Φουτ, είπε πριν από 35 χρόνια ότι «τα συστήματα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν τα μεγαλύτερα επιτεύγματα και μαζί τις σημαντικότερες κατακτήσεις της ανθρωπότητας στην μακρόχρονη ιστορική της διαδρομή».

Ακολουθώντας αυτή τη λογική, το πρώτο βήμα στην Ελλάδα έγινε στο χώρο της υγείας με το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Το 1983 με τον Ν. 1397 επιχειρείται η μεγαλύτερη νομοθετική μεταρρύθμιση στο ελληνικό υγειονομικό σύστημα. Τριάντα έτη μετά την υγειονομική μεταρρύθμιση του Νομοθετικού Διατάγματος 2512/1953 η πολιτεία έκρινε σκόπιμο να προχωρήσει στη μεγάλη αλλαγή στον χώρο της υγείας, αφού βέβαια έλαβε υπόψη της τα σοβαρά προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τον πολίτη. Στόχος η ισότητα, η ποιότητα και η δωρεάν περίθαλψη.

Στα 25 περίπου χρόνια της ζωής του, το ΕΣΥ ακολούθησε μια θετική πορεία, με αδιάψευστους μάρτυρες την ανάπτυξη υποδομών και στελεχιακού δυναμικού, τα ιατρικά επιτεύγματα και τους δείκτες υγείας. Δεν υπάρχει όμως διαδρομή χωρίς προβλήματα, πολλά από τα οποία δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί και ολοένα επιδεινώνονται, με κίνδυνο να οδηγήσουν στην τελική σήψη και τη διάλυσή του.

Το 2000 ξεκίνησε στο υπουργείο Υγείας μια μεταρρύθμιση βασισμένη σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και με σκοπό να μεταμορφώσει το ΕΣΥ σε ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό σύστημα υγείας, το οποίο θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες και προσδοκίες του Έλληνα πολίτη για αξιοπρεπείς και υψηλού επιπέδου υπηρεσίες υγείας. 

Η κατάσταση στην οποία βρισκόταν το ΕΣΥ τη δεδομένη εποχή κάθε άλλο παρά υγιής μπορεί να χαρακτηριστεί. Οι μονάδες υγείας βασανίζονταν από τη γραφειοκρατία, τη δυσκαμψία, την απουσία διοίκησης. Δεν αντιστοιχούσε το δημοσιονομικό μας σύστημα, οι μονάδες και το προσωπικό στις πραγματικές ανάγκες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Δεν υπήρχαν μηχανισμοί εσωτερικής αξιολόγησης και αυτοελέγχου. Επικρατούσε καθεστώς ανοργανωσιάς ή καλύτερα οργανωμένης ανευθυνότητας.

Ήμασταν η χώρα με το λιγότερο νοσηλευτικό προσωπικό, με ανύπαρκτη μετεκπαίδευση και χωρίς κανένα σύστημα αξιολόγησης των γιατρών. Αλλά και με το πιο ερασιτεχνικό και συγκεντρωτικό σύστημα, που όλο μαζί περίμενε τα κελεύσματα ενός γραφείου στην οδό Αριστοτέλους 17 για να πάρει την παραμικρή απόφαση. 

Στον τομέα της Διοίκησης και του Μάνατζμεντ βρισκόμασταν ακόμη στην «εποχή των σπηλαίων», χωρίς αυτό να αποτελεί ούτε αιχμή, ούτε ισοπέδωση του έργου των μέχρι τότε προέδρων των δημόσιων νοσοκομείων. Οι άνθρωποι αυτοί, χωρίς ουσιαστική βοήθεια, εργαλεία μάνατζμεντ, θεσμικό πλαίσιο και αρμοδιότητες, αλλά και με γλίσχρα αμοιβή προσπαθούσαν να ασκήσουν διοίκηση. Ρίχνοντας το βάρος των προσπαθειών στην ποσοτική μεγέθυνση του υγειονομικού μας συστήματος, φτιάξαμε ένα μεγάλο μεν αλλά «συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό σύστημα – τέρας», που ταλαιπωρούσε τους πολίτες. Το υγειονομικό μας σύστημα είχε μετασχηματιστεί σε «χυλό που άγεται και φέρεται αδιοίκητο» και καθημερινά ισορροπούσε σε όλο και χαμηλότερα σημεία.

Αυτό συνέβη γιατί δεν προβλέφθηκαν και δεν λειτούργησαν ποτέ μηχανισμοί και εργαλεία σύγχρονου μάνατζμεντ, για τη δημιουργία του κατάλληλου υποστηρικτικού περιβάλλοντος και της αναγκαίας διοικητικής κουλτούρας. Ήταν οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες ,που επικρατούσαν στη χώρα μας, οι οποίες απέτρεψαν την εισαγωγή αποτελεσματικής διοίκησης στο σύστημα υγείας. Όροι και λέξεις όπως αποτελεσματική διοίκηση, μάνατζμεντ ολικής ποιότητας, αποδοτικότητα και παραγωγικότητα, αφορούσαν κυρίως τον ιδιωτικό τομέα. Ακόμη και η απλή αναφορά αυτών των όρων και η σύνδεσή τους με το δημόσιο και μάλιστα με το ΕΣΥ, αποτελούσε αιτία πολέμου για τους συνδικαλιστές και «εμπορευματοποίηση» δήθεν της υγείας.

Επιπλέον, το δημόσιο πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας ήταν ανύπαρκτο. Οι αδυναμίες στη δημόσια υγιεινή, η έλλειψη υγειονομικών χαρτών, η έλλειψη περιφερειακής συγκρότησης, η μη άσκηση ειδικών πολιτικών υγείας που είχε ανάγκη η χώρα έκανε το πρόβλημα ακόμα πιο δύσκολο. Την ίδια στιγμή, τα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία λειτουργούσαν υπό το βάρος υπέρογκων χρεών που γεννούσε η αδυναμία των ασφαλιστικών ταμείων να εξοφλήσουν τα δικά τους χρέη προς τα νοσοκομεία, αλλά και η συνειδητή υποκοστολόγηση στον κρατικό προϋπολογισμό σημαντικών δαπανών, όπως η νοσοκομειακή περίθαλψη των απόρων και το κόστος της αιμοδοσίας.

Η μεταρρυθμιστική πολιτική της περιόδου 2000 - 2002 ήταν μια ειλικρινής υπεράσπιση του ΕΣΥ και των επιτευγμάτων του, αφού σκοπός της ήταν να το ανανεώσει και να εξασφαλίσει τη συνέχιση της επιβίωσής του και την εκπλήρωση της αποστολής του, ώστε να ανακτήσει την εμπιστοσύνη και την αποδοχή των πολιτών. Οι τότε πολιτικές στόχευαν στη χρυσή τομή ανάμεσα στη διατήρηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, της ισότητας και του κοινωνικού χαρακτήρα της υγείας και στην ωμή οικονομική διάσταση του θέματος, με έλεγχο του κόστους, της αποδοτικότητας των πόρων και της αποτελεσματικότητας συνολικά του συστήματος.

Οι στόχοι αυτής της μεταρρυθμιστικής μας πολιτικής ήταν:

  • να διασφαλιστεί ο δημόσιος χαρακτήρας του συστήματος υγείας καθώς και η ισότιμη κάλυψη των αναγκών όλων των πολιτών,
  • να ανασυγκροτηθεί το ΕΣΥ οργανωτικά και διοικητικά με τη δημιουργία ολοκληρωμένων Περιφερειακών Συστημάτων Υγείας (ΠΕΣΥ), όπως ισχύει σε όλες τις προηγμένες χώρες της Δύσης,
  • να αναπτυχθεί η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές, όπου κατεξοχήν επικρατεί πολυκερματισμός και ανισότητες,
  • να καθιερωθεί μια ενιαία χρηματοδότηση των κατακερματισμένων υπηρεσιών υγείας και να κατοχυρωθεί η ορθολογική κατανομή και αξιοποίηση των πόρων,
  • να καθιερωθούν μορφές αποτελεσματικής διοίκησης στα νοσοκομεία με σύγχρονες μεθόδους μάνατζμεντ και να δημιουργηθεί έτσι ένα οργανωτικό περιβάλλον, που θα επέτρεπε την εισαγωγή κριτηρίων ποιότητας καθώς και μηχανισμούς ελέγχου και αξιολόγησης του παραγόμενου έργου,
  • να αναβαθμιστεί το ανθρώπινο δυναμικό και να βελτιώνεται συνεχώς η ποιότητα των υπηρεσιών, και τέλος
  • ένας κεντρικός στόχος ήταν η προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος στο χώρο της υγείας, τόσο με τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, όσο κυρίως με την προστασία του Εθνικού Συστήματος Υγείας από τη λεηλασία των πόρων του από οργανωμένα συμφέροντα εντός και εκτός του συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό συγκροτήσαμε μηχανισμούς συστηματικού ελέγχου της λειτουργίας του ΕΣΥ και την αντιμετώπιση του χρόνιου προβλήματος της διαφθοράς. Ειδικότερα, ιδρύσαμε το Σώμα Επιθεωρητών Υγείας και Πρόνοιας και καθιερώσαμε πρωτόγνωρες για την Ελλάδα διαδικασίες σε περιφερειακό επίπεδο συγκεντρωτικών διαγωνισμών, θέτοντας τέρμα στον κατακερματισμό και την αδιαφάνεια των προμηθειών του συστήματος.

Το μεταρρυθμιστικό εκείνο εγχείρημα υλοποιήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό με συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής και παρεμβάσεις, προκάλεσε όμως τη μήνιν και ένα κύμα φανερών αλλά κυρίως υπόγειων συντεχνιακών αντιδράσεων και υπονομεύσεων. Το αποτέλεσμα ήταν τα συστήματα αντίδρασης να αποδειχθούν πιο ανθεκτικά από τον βολονταρισμό των μεταρρυθμιστών. Η μεταρρύθμιση εκείνη τελικά αναθεωρήθηκε με την επάνοδο στην προ του 2000 κατάσταση, παρόλο που ορισμένα μέτρα και πολιτικές της ισχύουν νοθευμένα μέχρι σήμερα, όπως π.χ. τα απογευματινά ιατρεία.

Οι πολιτικές που προωθήθηκαν την περίοδο 2000-2002 δεν ήταν αυτοσκοπός. Ήταν εργαλεία για την επίτευξη των πρωταρχικών στόχων του συστήματος υγείας.

Ήταν ο δρόμος που επιλέχθηκε ο καλύτερος δυνατός;

Αναμφίβολα, η οργάνωση του οποιουδήποτε κοινωνικού τομέα δεν υπακούει σε δεδομένες νομοτέλειες. Θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς ότι το συγκεκριμένο μοντέλο περιφερειακής οργάνωσης του συστήματος υγείας, καθώς και η συγκεκριμένη κατανομή ρόλων και αρμοδιοτήτων ήταν μονόδρομος. Ήταν όμως ένα μοντέλο που είχε σημαντικότατα εγγενή πλεονεκτήματα, που προσιδίαζε στο χαρακτήρα και το περιεχόμενο ενός σύγχρονου κράτους, το οποίο δεν διαφεντεύεται από συμφέροντα και εξουσιαστικά σύνδρομα, αλλά δημιουργεί αποκλειστικά και μόνο πεδία ευθύνης απέναντι στους πολίτες.

Με το Ν. 2889/01 σηματοδοτήθηκε η μετάβαση σε ένα νέο στάδιο του οποίου κύρια επιδίωξη ήταν η αποκέντρωση και περιφερειακή συγκρότηση του ΕΣΥ. Η τάση αυτή συνεχίζεται με την ψήφιση του Ν. 3329/05. Όμως με τις διατάξεις του Ν.3527/07, καταργήθηκαν τα Περιφερειακά Συστήματα Υγείας και Πρόνοιας (Πε.Σ.Υ.Π), με την ψευδή αιτιολογία ότι αποδείχθηκαν εξαιρετικά δυσλειτουργικά και πολυδάπανα και επιπλέον στέρησαν τα νοσοκομεία από οποιαδήποτε δυνατότητα αυτενέργειας. Συμπτύχθηκαν έτσι οι 17 ΔΥΠΕ σε 7, οι οποίες εφεξής αποκαλούνται Υγειονομικές Περιφέρειες (ΥΠΕ), «στο πλαίσιο μιας μεταβατικής περιόδου που θα οδηγήσει στην πλήρη εξάλειψή τους εντός της επόμενης διετίας», η οποία εκπνέει σε λίγες μέρες.

Οι νομοθετικές κατακτήσεις των τελευταίων ετών ανατρέπονται, η περιφερειακή διοίκηση του συστήματος υγείας υπονομεύεται και υποβαθμίζονται στρατηγικοί στόχοι της Εθνικής Πολιτικής Υγείας. Οι παρεμβάσεις που ακολούθησαν απορύθμισαν περαιτέρω το σύστημα και ανέδειξαν τα προβλήματα που απορρέουν από την έλλειψη συνέχειας στην πολιτική υγείας.

Παρά τις νομοθετικές και λειτουργικές παρεμβάσεις ο υγειονομικός τομέας εμφανίζει μεγάλα προβλήματα στην οργάνωση και την λειτουργία, στη χρηματοδότηση και την αποτελεσματικότητα, με μεγάλες ανισότητες στην πρόσβαση και παροχή υπηρεσιών, με ανύπαρκτη δημόσια υγεία, με πληθωρισμό γερασμένων, κατά βάση, γιατρών στα νοσοκομεία και μεγάλες ελλείψεις σε όλο το υγειονομικό προσωπικό. Με πολύ αδύναμη ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας φροντίδας φροντίδα υγείας και με στοιχεία αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς εκ μέρους πολλών γιατρών.

Τα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στην οργάνωση και διοίκηση του συστήματος, καθώς και σε θέματα που αφορούν την ισότητα και την ποιότητα των παροχών του συστήματος,

Το ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί σήμερα τον κυριότερο συντελεστή παραγωγής. Η ποιότητα επομένως του ανθρώπινου δυναμικού καθίσταται όλο και περισσότερο σημαντική στο σημερινό παραγωγικό πρότυπο. Οι ελλείψεις προσωπικού σε όλους τους κλάδους είναι τεράστιες και συνδέονται άμεσα με την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών.

Η ικανοποίηση των ασθενών είναι εξαιρετικά χαμηλή. Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι η Ελλάδα κατρακύλησε πέντε θέσεις στην Ευρωπαϊκή κατάταξη των υπηρεσιών υγείας και ειδικότερα βρίσκεται στην 22η θέση - σε σύνολο 29 Ευρωπαϊκών χωρών - ως προς τη φιλικότητα των υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού πίνακα κατάταξης Καταναλωτών Υπηρεσιών Υγείας (EHCI), έναντι της 17ης που κατείχε τα προηγούμενα χρόνια. Με βάση τα προηγούμενα, είναι φανερό ότι η μέτρηση και ανάλυση της ικανοποίησης των ασθενών, αποτελεί κομβικό σημείο για την αξιολόγηση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας. Η έννοια της ποιότητας είναι πολυδιάστατη και προσφέρεται για πολύπλευρη προσέγγιση.

Οι συνολικές δαπάνες υγείας στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν στις υψηλότερες θέσεις της ΕΕ, παρά τις ισχνές δημόσιες δαπάνες, γιατί οι ιδιωτικές δαπάνες έχουν γιγαντωθεί. Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα με ποσοστό 6% βρίσκεται κάτω από το μισό του ποσοστού της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 25, η οποία έχει μέσο όρο 13,6%. Οι χαμηλές δημόσιες δαπάνες για την υγεία συμβαδίζουν με μια έκρηξη των ιδιωτικών δαπανών και επιτείνουν τόσο την κρίση του ΕΣΥ όσο και τις κοινωνικές ανισότητες. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν τη δεύτερη υψηλότερη δαπάνη στην Ευρώπη των «27» για την υγεία. Τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν για την υγεία το 5,9% του συνόλου των εξόδων τους, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυμαίνεται στο 3,4%. Τα ποσοστά αυτά είναι μεγαλύτερα αν υπολογιστούν και οι άτυπες πληρωμές.

 Έχοντας την εμπειρία της υλοποίησης αλλά και των αντιδράσεων εναντίον της μεταρρύθμισης της περιόδου 2000-2002 μπορώ σήμερα να πω ότι ο βασικός της κορμός παραμένει όχι μόνο επίκαιρος αλλά και αναγκαίος. Επειδή όμως, παρά τα όποια προβλήματα, το ΕΣΥ έχει συσσωρεύσει ένα μεγάλο κεφάλαιο, υλικοτεχνικό και επιστημονικό, η απαιτούμενη σήμερα μεταρρύθμιση πρέπει να κινηθεί συγχρόνως σε τρεις άξονες:

  • Την ισότιμη κάλυψη των αναγκών υγείας όλων των πολιτών, χωρίς αποκλεισμούς για κάποιους ή προνόμια για κάποιους άλλους, αντιλαμβανόμενοι ότι η υγεία δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα αλλά δημόσιο κοινωνικό αγαθό.
  • Την αντιμετώπιση του ΕΣΥ ως μια γιγάντια δημόσια οικονομική δραστηριότητα, εφαρμόζοντας όλους τους απαραίτητους σύγχρονους κανόνες οργάνωσης και διαχείρισης, και
  • Την αξιοποίηση του τεράστιου ανθρωπίνου κεφαλαίου και των τεχνολογικών του υποδομών, έτσι ώστε να καταστεί ανταγωνιστικό και να ενισχύσει τη χρηματοδότησή του με ίδιους πόρους.
  • Kυρίες και Κύριοι,
  • Παρά την αναμφισβήτητη πρόοδο, ο εκσυγχρονισμός του διοικητικού συστήματος της Ελλάδας παραμένει ακόμη το κύριο ζητούμενο και εν πολλοίς το κεντρικό πολιτικό διακύβευμα. Υπό αυτό το πρίσμα η ουσιαστική συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει, δυστυχώς ακόμη, πρόκληση για τη δημόσια διοίκηση και την ελληνική κοινωνία. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από ένα βαθύ λειτουργικό εκσυγχρονισμό. Χρειάζεται να θεσπίσει καινούριους και ισχυρούς διοικητικούς και αναπτυξιακούς νευρώνες, ικανούς να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις της επόμενης δεκαετίας. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και των υγειονομικών συστημάτων διαμορφώνει νέες προκλήσεις και ο τομέας της υγείας δεν θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστος από τις μεγάλες θεσμικές αλλαγές.

    Το Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας μας έχει ζωή ένα τέταρτο του αιώνα, Αποτελεί τη μεγαλύτερη κοινωνική αλλαγή της μεταπολίτευσης. Η υποχώρηση που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο του δημόσιου συστήματος υγείας, έχει επαναφέρει ως πρωταρχικό και ίσως μοναδικό αίτημα την ισότιμη υγειονομική κάλυψη όλων των πολιτών. Ο στόχος όμως αυτός είναι εξαρχής υπονομευμένος, αν το σύστημα δεν προσεγγιστεί στο σύνολό του, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα και αξιοποιώντας τις δυνατότητές του.

    Το πνεύμα του μεταρρυθμιστικού προγράμματος της εποχής εκείνης (2000-2002) παραμένει και σήμερα ζωντανό, ακριβώς γιατί το κοινωνικό αίτημα της μεταρρύθμισης παραμένει ζωντανό. Όχι απαραιτήτως ως πολιτική θέση απέναντι σε συγκεκριμένα μέτρα ή νομοθετήματα που τότε θεσπίστηκαν, αλλά ως προσδοκία για την επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται με την ισότητα και την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και το σεβασμό του πολίτη.

    Και όπως είπε ο Βίκτωρ Ουγκώ, «τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από μια ιδέα που έχει ωριμάσει».

    Δεν θα ενστερνιστώ την απαισιόδοξη άποψη του Easton, o οποίος θεωρεί τη μεταρρύθμιση της δημόσιας υγείας «ως μια κλασσική περίπτωση μεταρρυθμιστικής ματαιότητας - έναν αποτυχημένο κεραυνοβόλο έρωτα». Οφείλουμε όμως να αποδεχτούμε ότι το όποιο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα θεωρείται εδραιωμένο όταν συντρέχουν δύο παράγοντες. Αφενός μεν όταν συντρέχει μια συναίνεση τύπου Downs, μεταξύ «ηγετών, ομάδων συμφερόντων, κομματικών ελίτ και ενημερωμένου κοινού», η οποία αντιτίθεται σε ανατροπές, αφετέρου όταν έχει δημιουργηθεί μια ισχυρή βάση ωφελημένων που διατηρεί εδραιωμένο συμφέρον στη συντήρηση των μεταρρυθμίσεων και αντιτίθεται εντόνως σε κάθε απόπειρα σημαντικής αλλαγής ή εγκατάλειψης του νέου καθεστώτος.

    Το στοίχημα της εποχής είναι η πλατιά συναίνεση πολιτικών, ακαδημαϊκών και της κοινωνίας μας. Είναι η μετάβαση από ένα αναποτελεσματικό κράτος και μια ασύδοτη αγορά σε ένα αποτελεσματικό κράτος που σέβεται και εξυπηρετεί τον άνθρωπο. Και αυτό δεν αφορά μόνο τον τομέα της υγείας αλλά την ολότητα της ελληνικής κοινωνίας και της δημόσιας διοίκησης. Η εμπειρία έχει δείξει ότι αλλαγές τέτοιου είδους και τέτοιας έκτασης, απαιτούν σταθερή πολιτική βούληση, κατάλληλη κουλτούρα, σωστή επικοινωνιακή πολιτική και βέβαια μεγάλο βάθος χρόνου. Κρίνεται αναγκαία η επιστροφή σε εκείνες τις αξίες που γέννησαν και στην πορεία αναζωογόνησαν το κοινωνικό κράτος, όπως η αλληλεγγύη, η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

    Ωστόσο, τα λάθη του παρελθόντος πιθανό να μπορούσαν να αξιοποιηθούν θετικά στο σχεδιασμό των πολιτικών υγείας, ζυγίζοντας με αποτελεσματικό τρόπο τις αδυναμίες, τα κενά, τις ελλείψεις και παράλληλα εκτιμώντας τις αντίστοιχες δυνατότητες, διερευνώντας τις προοπτικές που μπορούν να δώσουν νέα πνοή στο σύστημα υγείας.

    Είναι αποδεδειγμένο ότι η δυναμική δομή του Ελληνικού Συστήματος Υγείας αλλάζει συνεχώς. Αυτό που θα πρέπει να γίνει στόχος όλων όσων χαράσσουν πολιτική υγείας στη χώρα μας είναι η υλοποίηση των εννοιών της αποδοτικότητας, της ισότητας, της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας σε ένα ανθρώπινο περιβάλλον που σέβεται την προσωπικότητα και τα κοινωνικά δικαιώματα του ασθενή.

    Και θα κλείσω αισιόδοξα, παραφράζοντας μια φράση του Jean Monnet: «Τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο από το να θεωρούμε τις δυσκολίες ως αποτυχίες, γι’ αυτό η προσπάθεια δεν σταματά ποτέ.»

     

       Ομιλίες

       Συνεντεύξεις

       Video

       Βουλή

     

    Best viewed with:

    800 x 600

     

    Home